«Ο χορευτής Σίμος Κωνσταντίνου – ο παππούς μου»
Παράδοση είναι το σύνολο των πολιτιστικών στοιχείων που αντέχουν στο χρόνο. Ένας από τους πιο σημαντικούς τομείς της, είναι οι Ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί, που συγκινούν βαθύτατα ως σήμερα.
Η χορευτική παράδοση της Φλώρινας είναι ένα από τα πιο πειστικά γνωρίσματα των ανθρώπων που κατοικούν στην περιοχή. Εκφράζει τις ιστορικές και ανθρώπινες στιγμές του γένους μας.
Είχα την τύχη να γαλουχηθώ στην ανεξάντλητη κληρονομιά των εθνικών μας χορών. Η οικογένεια μου κατάγεται από τα Άλωνα, ένα μικρό χωριό στη Φλώρινα, πνιγμένο στα νερά και το πράσινο.
Εκεί ξεκίνησε πρώτα ως χορευτής και αργότερα ως δάσκαλος ο παππούς μου, Σίμος Κωνσταντίνου ο οποίος αφιέρωσε όλη του την ζωή στην παράδοση. Εκεί έκανε τα πρώτα χορευτικά του βήματα. Τότε που ο χορός χορευόταν απλά, στο χωριό. Τότε που οι άνθρωποι χόρευαν για τον εαυτό τους και όχι για να κάνουν εντύπωση στους άλλους, τότε που με τον χορό τους έδειχναν ποιοι είναι και από πού είχαν έρθει, έδειχναν την ταυτότητα τους.
Μετά τον πόλεμο ο Σίμος κατέφυγε ως φυγάς στα Σκόπια όπου από το 1949 μέχρι το 1954 ήταν επαγγελματίας χορευτής. Χορός και λαογραφία ήταν η δουλειά του. Όταν επέστρεψε το 1954 τον πήρε η Δώρα Στράτου στην Αθήνα και μαζί της, όργωσε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό και έδειξε την απαράμιλλη κληρονομιά των εθνικών μας χορών.
Ομορφούλα, Γερόντικος, Συμπεθέρα, Γκάιντα, Λεβέντικος, γνήσιοι Φλωρινιώτικοι χοροί που τους χόρεψε ως καλός χορευτής και ως καλός δάσκαλος. Γιατί δεν είναι λίγες οι φορές που ένας καλός χορευτής δεν είναι καλός δάσκαλος χορού και το αντίθετο. Είχε το χάρισμα. Ξεσήκωνε όπου εμφανιζόταν, το παράστημα και η λεβεντιά του, η δύναμη στην έκφραση, στο σώμα και το πρόσωπο, η κίνηση ήταν μεγαλειώδης και σοφή.
Θυμάμαι πως όταν αποκαλούσαν τους χορούς της περιοχής Σκοπιανούς και Σλάβικους, εξηγούσε : «Όσοι χοροί χορεύονται σε κύκλο είναι Ελληνικοί. Όσοι χορεύονται σε ζεϊμπεκές είναι Ανατολίτικοι, Τούρκικοι χοροί και ξένοι» Τον θύμωνε αυτή η παρανόηση και συχνά έλεγε «Είναι δυνατόν να προηγούνται οι Σλάβοι ή οι Αλβανοί της Ελλάδας ;» Και άλλοτε τον θυμάμαι να λέει «Οι χοροί της Φλώρινας είναι λαογραφία και έκφραση. Δεν είναι τρία- τέσσερα βήματα και περπατάμε. Θέλει έκφραση. Να βλέπουν τα μικρά παιδιά και να μαθαίνουν. Κυρίως, θέλει σιγά ο χορός. Μια γυναίκα αν περπατάει στο δρόμο γρήγορα δεν ξέρουμε αν περπατάει ωραία, πρέπει να πάει σιγά-σιγά για να φανεί». Και όταν άρχισαν να εμφανίζονται τα συγκροτήματα και οι δάσκαλοι να προσθέτουν φιγούρες για να είναι πιο θεαματικοί οι χοροί και να εντυπωσιάζουν, θύμωνε και έλεγε πως έτσι οι χοροί χάνουν την ταυτότητα τους. Υπερασπιζόταν τους πηγαίους εκφραστικούς τρόπους του λαού μας, τους αυθεντικούς και καθαρούς από ξένες επιδράσεις. Ήθελε οι παραδοσιακοί χοροί να έχουν τόσα βήματα και να εκφράζουν τόσα συναισθήματα, όσα περικλείονται μέσα σε μία μουσική φράση.
Ακόμα και σήμερα οι άνθρωποι που τον είδαν να χορεύει θυμούνται την έξαψη του, τον παλμό της ζωής, την κυριαρχία της έντασης, που έκαναν τα μάτια του να λάμπουν όταν χόρευε.
Είναι ακόμα κρεμασμένη η φορεσιά του – η φορεσιά των Αλώνων- με το άσπρο πουκάμισο μέχρι το γόνατο, τα κεντητά μανίκια, το μάλλινο ζωνάρι της μέσης, γαλάζιο και άσπρο.
Καμιά φορά την φοράει ο αδερφός μου για να χορέψει και τότε καταλαβαίνω ποιός είναι ο τόπος μου και ποία είμαι.