Ο τόμος εντάσσεται στη σειρά της «Νέας Ελληνικής Λαογραφίας». Ο προσδιορισμός «νέα» δεν υπονοεί ότι υπάρχει κάποια βαθιά ρήξη με τη λαογραφία του Πολίτη και των επιστημόνων συνεχιστών του. Θέλει απλώς να δηλώσει ότι και η λαογραφία, όπως και όλες οι άλλες επιστήμες του ανθρώπου, αναπόφευκτα εξελίσσεται, αποτελώντας ωστόσο φυσική συνέχεια της προηγούμενης λαογραφίας. Η εξέλιξη δεν σημαίνει ρήξη. Άλλωστε, ειδικά όσον αφορά τις επιστήμες του ανθρώπου, όσο πιο συνετός γίνεται κανείς με τα χρόνια, τόσο περισσότερο πείθεται ότι η ανανέωση και η εξέλιξη πρέπει να νοούνται με τη μεγαλύτερη δυνατή σχετικότητα. Συμβαίνει πολλές φορές εκείνοι που με υπέρμετρη αυτοπεποίθηση μιλούν για ρηξικέλευθες καινοτομίες, για αποφασιστική ρήξη με το παρελθόν μιας επιστήμης (ο λόγος είναι πάντα για τις επιστήμες του ανθρώπου), να μην έχουν απλώς την απαραίτητη εποπτεία αυτών που έγιναν στο παρελθόν. Ο T.S. Eliot, που για να γράψει τη νεωτερική ποίησή του βασίστηκε πολύ στην παράδοση, έχει γράψει και το στίχο: «Ό,τι καλούμε αρχή, συχνά είναι τέλος». Τέλος, για μια νέα αρχή σ' αυτή τη γοητευτική -για όσους την κατανοούν-αλληλεγγύη των εποχών.
(ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)